ἐγκαταλείπομαι

ἐγκαταλείπομαι
ἐγκαταλείπω
leave behind
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκαταλείπομαι — εγκαταλείπομαι, εγκαταλείφθηκα και εγκαταλείφτηκα, εγκατα(λε)λειμμένος βλ. πίν. 10 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναπίπτω — ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α) 1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες 2. αποσύρομαι, υποχωρώ 3. δειλιάζω, διστάζω 4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι 5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι 6. ανακλίνομαι*, ανάκειμαι* για… …   Dictionary of Greek

  • απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… …   Dictionary of Greek

  • απομονώνω — (Α ἀπομονοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απομακρύνω από ένα σύνολο και αφήνω μόνο, περιορίζω κάποιον ή κάτι 2. αποκόπτω, αποκλείω την επικοινωνία ή την επαφή κάποιου με άλλον αρχ. ( ομαι) 1. αποκλείομαι από κάτι 2. εγκαταλείπομαι μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αραχνιάζω — 1. γεμίζω αράχνες 2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι 3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, η, ο α) εγκαταλελειμμένος, έρημος 6) απαίσιος, εξαθλιωμένος γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… …   Dictionary of Greek

  • παραμελώ — παραμελῶ, έω, ΝΑ 1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι 2. παθ. παραμελοῡμαι, έομαι εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμελῶ] …   Dictionary of Greek

  • προεκλείπω — Α 1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τόν βοηθήσω 2. παθ. προεκλείπομαι (για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”